- σιλφιόεις
- σιλφιόεις, εσσα, εν,A of silphium,
μοιρίδα λίτρην Nic.Al.329
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μοιρίδα λίτρην Nic.Al.329
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σιλφιόεις — εσσα, εν, Α παρασκευασμένος από σίλφιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίλφιον «είδος φυτού» + κατάλ. όεις*] … Dictionary of Greek
σιλφιόεσσαν — σιλφιόεις of silphium fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)